βελονογλωσσικός

βελονογλωσσικός
-ή, -ό
ανατ. φρ. «βελονογλωσσικός μυς» — ένας από τους μύες της γλώσσας που εκφύεται από τη βελονοειδή απόφυση του κροταφικού οστού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • υποβραγχιακός — ή, ό, Ν 1. (συγκρ. ανατ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κατώτερο ή στο τέταρτο τμήμα ενός βραγχιακού τόξου 2. φρ. α) «υποβραγχιακός χώρος» (συγκρ. ανατ.) ο χώρος κάτω από τα βράγχια στα δεκάποδα καρκινοειδή β) «υποβραγχιακοί μύες» (συγκρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”